actual definition of "paragogy" (παραγωγή):
generation [dzhenerEishn] ουσ. παραγωγή: generation of heat παραγωγή
θερμότητας # γενεά, γενιά: for many generations για πολλές γενιές §
from generation to generation από γενιά σε γενιά § the younger
generation η νεώτερη γενιά # γενεσιουργία, γένεση: alternate
generation βιολ. γένεση κατ' εναλλαγή
output [Autput] ουσ. (συνολική) παραγωγή: average output μέση παραγωγή
§ daily output οικον. ημερήσια παραγωγή # ηλ. ισχύς παραγωγής: the
unit has an output of 400 megawatts η μονάδα έχει ισχύ παραγωγής 400
μεγαβάτ # τεχνολ. απόδοση ή παραγόμενο έργο Η/Υ # ΦΡ. output bonus
οικον. επιμίσθιο αυξημένης παραγωγικότητας # output conditions (στη
γλωσσολογία:) όροι εξόδου
production[prodAkshn] ουσ. (ως διαδικασία και ως αποτέλεσμα:)
παραγωγή: increase the production of.. αυξάνω την παραγωγή τού.. §
increased production of wine αυξημένη παραγωγή οίνου # οργάνωση και
παρουσίαση θεάματος, "παραγωγή", "ανέβασμα": spectacular production
υπερθέαμα, επική παραγωγή
turnout [tErnaut] ουσ. πλήθος συνάθροισης, "προσέλευση": count the
turnout μετρώ το πλήθος των παρισταμένων # αμφίεση, περιβολή:
inappropriate turnout ακατάλληλη περιβολή # παραγωγή (κατά ποσότητα)
συνολική παραγωγή: the actual turnout was over one million a year η
ετήσια συνολική παραγωγή ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο
0 comments:
Post a Comment